-
1 φιλο-πονία
φιλο-πονία, ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ καρτερία Alc. I, 122 c; περί τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.
-
2 εὐ-τέλεια
εὐ-τέλεια, ἡ, u. ion. εὐτελέη, 1) Wohlfeilheit, πρὸς εὐτελέην τῶν σιτίων τάδε σφιν ἐξεύρηται Her. 2, 92. Dah. – 2) der geringe Werth, Geringfügigkeit, Arist. u. Sp., εἰς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, schlecht, Ar. Av. 805, wie Antiphan. Ath. IX, 402 d. Im guten Sinne, Einfachheit, Plat. Legg. I, 650 b; Frugalität, Sparsamkeit, φιλοκαλοῦμεν γὰρ μετ' εὐτελείας Thuc. 2, 40, vgl. 4, 86. 8, 1; Ggstz πολυχρηματία, Xen. Conv. 4, 42; καὶ καρτερία Apol. 24; personificirt als Εὐτελίη, Crat. phil. 4 (X, 104).
-
3 μαλακία
μαλακία, ἡ, Weichheit, bes. Weichlichkeit, wie sie bes. den Persern von den Griechen vorgeworfen wird, Isocr. 4, 149, Μήδων, Xen. Cyr. 8, 8, 15, μαλακίᾳ ϑρυπτομένου, Conv. 8, 8; Plat. vrbdt μαλακία καὶ ἀργία, Rep. III, 398 e, καὶ ἡμερότης, ib. 410 d; διὰ μαλακίαν ψυχῆς, Gorg. 491 b; καὶ ῥᾳϑυμία, Is. 10, 11; καὶ ἀταξίη, Her. 6, 11; der καρτερία entgegengesetzt, Mangel an Thatkraft, an kräftigen Entschlüssen, Schlaffheit im Handeln, Xen. Ages. 5, 2, wie auch Thuc. 1, 122 ἀξυνεσία, μαλακία, ἀμέλεια als Fehler der Bürger zusammenstellt; Arist. eth. 3, 7 erkl. es als τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα; ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστι 7, 7. Von körperlicher Schwachheit, Her. v. Hom. 36. – Bei Isae. 8, 36 παράγων ἄνδρα ϑεραπείαις καὶ μαλακίαις hat Bekker κολακείαις aufgenommen.
См. также в других словарях:
καρτερία — Ονομασία ατμοκίνητης κορβέτας, η οποία ναυπηγήθηκε στην Αγγλία το 1826, έπειτα από παραγγελία του φιλέλληνα πλοιάρχου Χάστινγκς. Ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου πλοίου, με το οποίο έπλευσε προς την Ελλάδα. Ήταν τροχήλατο ατμοκίνητο… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
Ηλιόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης (2ος αι. π.Χ.). Συνεργάστηκε στη διακόσμηση της Οκταβίας Στοάς και φιλοτέχνησε σύμπλεγμα του Πάνα και του Ολύμπου. 2. Ο Περιηγητής (2oς αι. π.Χ.). Έγραψε για την Ακρόπολη της Αθήνας και τα αναθήματά της. 3.… … Dictionary of Greek
Άζης — Όνομα δύο μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Δεν είναι γνωστό πού και πότε έζησε. Για την πίστη του τον έκαψαν ζωντανό. Τιμάται στις 21 Οκτωβρίου. 2. Καταγόταν από την Ισαυρία και υπηρετούσε στον στρατό του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Όταν… … Dictionary of Greek
καταμονή — καταμονή, ἡ (Α) [καταμένω] 1. αναβολή 2. επιμονή και καρτερία … Dictionary of Greek
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek